- ανεμόστυλος
- οανεμοστάτης (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανεμόστυλος — ο ο στύλος της ανέμης, ανεμοστάτης … Dictionary of Greek